πανέρημος

πανέρημος
η , ο [ος , ον ] пустынный, пустой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πανέρημος" в других словарях:

  • πανέρημος — all desolate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανέρημος — και πανέρμος, η, ο / πανέρημος, ον, ΝΑ (ιδίως για χώρες, πόλεις ή σπίτια) εντελώς έρημος, εγκαταλελειμμένος, ρημαγμένος νεοελλ. 1. (σε ποιητ. χρήση) (για τη θάλασσα) εντελώς έρημος από πλοία 2. (για πρόσ.) εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος.… …   Dictionary of Greek

  • πανέρημον — πανέρημος all desolate masc/fem acc sg πανέρημος all desolate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανερήμοις — πανέρημος all desolate masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανερήμου — πανέρημος all desolate masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανερήμους — πανέρημος all desolate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανερήμῳ — πανέρημος all desolate masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανέρημα — πανέρημος all desolate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • πανέρμος — η, ο βλ. πανέρημος …   Dictionary of Greek

  • πανερημία — και πανερημιά, η ολοκληρωτική ερημιά, απόλυτη μοναξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανέρημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»